- ξανασαίνω
- (Μ ξανασαίνω)1. παύω να ασθμαίνω2. ξαποσταίνω, ξεκουράζομαι, αναπαύομαι3. ηρεμώ, ανακουφίζομαινεοελλ.1. αναπνέω, ανασαίνω2. ελαφρώνω, ανακουφίζω κάποιον («καλότυχος θνητός ή λαός που θα τόν ξανασάνεις», Παλαμ.)3. παροιμ. «κάθισα να ξανασάνω κι εύρηκα μαλλιά να ξάνω» — λέγεται για κάποιον που, ενώ περιμένει να ξεκουραστεί, τού παρουσιάζονται σοβαρές δουλειές.[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. ξ(ε)-* + ἀνασαίνω].
Dictionary of Greek. 2013.