ξανασαίνω

ξανασαίνω
(Μ ξανασαίνω)
1. παύω να ασθμαίνω
2. ξαποσταίνω, ξεκουράζομαι, αναπαύομαι
3. ηρεμώ, ανακουφίζομαι
νεοελλ.
1. αναπνέω, ανασαίνω
2. ελαφρώνω, ανακουφίζω κάποιον («καλότυχος θνητός ή λαός που θα τόν ξανασάνεις», Παλαμ.)
3. παροιμ. «κάθισα να ξανασάνω κι εύρηκα μαλλιά να ξάνω» — λέγεται για κάποιον που, ενώ περιμένει να ξεκουραστεί, τού παρουσιάζονται σοβαρές δουλειές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. ξ(ε)-* + ἀνασαίνω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ξανασαίνω — ξανασαίνω, ξανάσανα βλ. πίν. 44 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ξανασαίνω — ξανάσανα, ανασαίνω, ανακουφίζομαι, ξεκουράζομαι: Έλεγα να ξανασάνω κι έβρηκα μαλλιά να ξάνω (παροιμ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξ(ε)- — (Μ ξ[ε] ) αχώριστο μόριο ρημάτων (προρρηματικό) που επεκτάθηκε και σε ουσιαστικά. Προήλθε από την πρόθεση ἐκ / ἐξ. Η μορφή ξ ερμηνεύεται από ρ. συνθ. με την πρόθεση έξ, με σίγηση τού αρκτικού ε (πρβλ. ξανοίγω < ἐξ ανοίγω, ξαρματώνω < ἐξ… …   Dictionary of Greek

  • ξανάσασμα — το [ξανασαίνω] 1. αναπνοή, ανάσα 2. μτφ. ανάπαυση, ξεκούραση από κάματο, ξαπόσταμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”